Αξιολόγηση Σχολικών Μονάδων: Θέσεις των παρατάξεων των εκπαιδευτικών

Επίσημα από σήμερα 8/2 με την ενημέρωση των Διευθυντών των σχολικών μονάδων έχουμε την έναρξη εφαρμογής του συστήματος “Συλλογικού προγραμματισμού, εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων“.

Μια διαδικασία που επιχειρήθηκε να ενσωματωθεί στη λειτουργία των σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το 2014, όμως εγκαταλείφθηκε άμεσα με την κυβερνητική αλλαγή του 2015. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης τότε, και όπως προδιαγράφεται και τώρα, οι θέσεις και η στάση των παρατάξεων των εκπαιδευτικών. Κάτι απολύτως φυσιολογικό αφού η διαδικασία τους αφορά άμεσα δεδομένου ότι εμπλέκονται ως αξιολογητές και έμμεσα αξιολογούμενοι στην φάση της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και, ως αξιολογούμενοι στην δεύτερη φάση.

Ποιες όμως είναι οι θέσεις των παρατάξεων, τουλάχιστον όσον τις έχουν διατυπώσει μέχρι σήμερα:

ΔΑΚΕ Εκπαιδευτικών Π.Ε.

Ναι σε αξιολόγηση που δε θα έχει καμία σχέση με βαθμολογική και οικονομική ή/και μισθολογική εξέλιξη, δε θα έχει σχέση με τιμωρία και ποινές, με απολύσεις, αργίες και διαθεσιμότητες

Η σχετική ανακοίνωση . . .

Άλλη μια χαμένη ευκαιρία…

Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (τ. Β’ αρ. 140) η Υπουργική Απόφαση 6603/ΓΔ4/20-01-2021 με θέμα «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο» σε συνέχεια των ρυθμίσεων του Ν.4692/12-06-2020 «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις».

 Ως Δημοκρατική Ανεξάρτητη Κίνηση Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Α.Κ.Ε./Π.Ε.) θεωρούμε την εκπαίδευση μια διαδικασία δυναμική, διαλεκτική και ευέλικτη που εμπεριέχει ιδιαίτερες ποιότητες, οι οποίες είναι δύσκολο να αποτυπωθούν και να ποσοτικοποιηθούν, με αποτέλεσμα κάθε προσπάθεια αποτίμησης του παιδαγωγικού έργου με καθαρά ποσοτικά κριτήρια να καθιστά το όλο εγχείρημα μεθοδολογικά έωλο έως και προβληματικό. 

Απέναντι στο ζήτημα της αξιολόγησης, του συλλογικού προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου έχουμε, διαχρονικά, σταθερή θέση και δεν τοποθετούμαστε συγκυριακά ή ευκαιριακά. Έχουμε, λοιπόν, ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ μιας αξιολόγησης η οποία δε θα έχει καμία σχέση με βαθμολογική και οικονομική ή/και μισθολογική εξέλιξη, δε θα έχει σχέση με τιμωρία και ποινές, με απολύσεις, αργίες και διαθεσιμότητες.

Τι εννοούμε όταν λέμε αξιολόγηση; Εννοούμε την αποτίμηση η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Μιας διαδικασίας που αναλύει την υφιστάμενη κατάσταση, στοχοθετεί, προγραμματίζει δράσεις και ενέργειες, τις εφαρμόζει στην πράξη και στο τέλος διαπιστώνει τον βαθμό εκπλήρωσης των προγραμματισμένων στόχων καθώς και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν. Η αξιολόγηση λειτουργεί ως μηχανισμός ανατροφοδότησης για τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος ως ολότητα. Είναι μια συνεχής παιδαγωγική διαδικασία με ρόλο διαγνωστικό και παρεμβατικό. Δεν αποτελεί αυτοσκοπό, δεν αποτελεί ελεγκτικό μηχανισμό και δεν επιδιώκει την τιμωρία. Κάθε προσπάθεια εκπαιδευτικής αξιολόγησης πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες και συντελεστές της εκπαιδευτικής λειτουργίας (Υπουργείο Παιδείας, υπηρεσίες και δομές της εκπαίδευσης, υλικοτεχνική υποδομή και χρηματοδότηση, υποστηρικτικές και αντισταθμιστικές δομές, αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, διοικητικό, εποπτικό και βοηθητικό δυναμικό, σχολικές μονάδες, μαθητές και εκπαιδευτικοί κλπ.) και να στηρίζεται σε ένα πλέγμα σαφών και συγκεκριμένων εκπαιδευτικών σκοπών με αποκλειστικούς στόχους, μέσω των αποτελεσμάτων της αξιολογικής αποτίμησης, την ανατροφοδότηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου στο σύνολό του, με, ταυτόχρονη, ενίσχυση, ανατροφοδότηση, ενθάρρυνση και στήριξη του εκπαιδευτικού.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η σχεδιαζόμενη, από την πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ., αξιολόγηση (εσωτερική και εξωτερική) του εκπαιδευτικού έργου ικανοποιεί, και σε ποιο βαθμό, τις παραπάνω συνθήκες. 

Το πρώτο που εκτιμούμε είναι το άκαιρο του χρόνου δημοσιοποίησης της Υ.Α. Όταν η δια ζώσης λειτουργία των σχολικών μονάδων διακόπτεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, η κανονικότητα είναι ζητούμενο και είναι κυρίαρχη η ανησυχία και αγωνία εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων για τη διασφάλιση, πρώτιστα, της υγείας τους δεν είναι δυνατόν να αποτελεί προτεραιότητα στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό η υλοποίηση ενός νέου πλαισίου αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. Πολλώ δε μάλλον, όταν η διαδικασία αυτή δεν ξεκινάει από την αρχή αλλά μετά το μέσο του διδακτικού έτους, για το οποίο αξιώνεται από τους Συλλόγους Διδασκόντων να αποτιμήσουν τις όποιες δράσεις τους όχι με βάση τον προγραμματισμό που έκαναν στην αρχή της χρονιάς αλλά με το πλαίσιο το οποίο επιβάλλεται τώρα!

Το δεύτερο αρνητικό σημείο είναι η υπέρμετρη ανάλυση και κατάτμηση του εκπαιδευτικού έργου σε 3 (τρεις) βασικές λειτουργίες που χωρίζονται σε 14 (δεκατέσσερις) επιμέρους θεματικούς άξονες και 49 (σαράντα εννέα) συνολικά δείκτες. Ο «πληθωρισμός» αυτός των δεδομένων εκτιμούμε ότι θα επιβαρύνει και θα αποπροσανατολίσει τον εκπαιδευτικό, ιδιαίτερα την περίοδο που διανύουμε, από την κύρια και απαιτητική ενασχόλησή του που δεν είναι άλλη από τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του σχολικού προγράμματος των μαθητών της τάξης του.

Η ποσοτικοποίηση της αξιολόγησης κάθε θεματικού άξονα σε τετράβαθμη κλίμακα υποβαθμίζει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει και η αποτύπωση του Μ.Ο. της βαθμολογίας όλων των αξόνων είναι πιθανό να στρέψει το αποκλειστικό ενδιαφέρον όλων των εμπλεκομένων μόνο στην αριθμητική αποτύπωση και όχι στην ποιοτική ανάλυση των δεδομένων που έχουν προκύψει από την αποτίμηση,

Επιπλέον μια διαδικασία που πρέπει να αφορά την ίδια τη σχολική μονάδα αποκτά χαρακτηριστικά εξωτερικής αξιολόγησης με δεκάβαθμη αριθμητική αποτύπωση, για την οποία, στην Υ.Α., δεν δίνεται καμία λεπτομέρεια, από τον Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου. Έτσι ο χαρακτήρας της εσωτερικής αποτίμησης αλλοιώνεται και η διαδικασία μετατρέπεται από παιδαγωγική και ανατροφοδοτική σε αυστηρή διαδικασία ελέγχου και λογοδοσίας στο πλαίσιο ενός δομημένου ιεραρχικού μοντέλου, κάτι που γίνεται φανερό όταν προβλέπεται πως η ευθύνη της υλοποίησης του προγραμματισμού και της εσωτερικής αξιολόγησης-αποτίμησης αφαιρείται από τον Σύλλογο Διδασκόντων και μεταφέρεται στον Διευθυντή του Σχολείου.

Ειδικά όταν πρόκειται για την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου θα περίμενε κανείς να υπάρχει αναλυτικός και ουσιαστικός διάλογος, κυρίως με τους εκπαιδευτικούς και πιλοτική φάση εφαρμογής προκειμένου να αποτυπωθούν, διερευνηθούν και αποτιμηθούν όλες οι σχεδιαζόμενες διαδικασίες πριν προχωρήσει το Υπουργείο Παιδείας στην πλήρη, οριζόντια εφαρμογή του. Βέβαια, οφείλουμε να επισημάνουμε στο σημείο αυτό πως υπάρχει πλήρης δημόσια αφωνία, προς την εκπαιδευτική κοινότητα, τόσο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής όσο και της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, φορείς που θα έπρεπε, εάν επιτελούσαν πραγματικά τον θεσμικό τους ρόλο, να έχουν δημοσιοποιήσει τις εισηγήσεις τους συμβάλλοντας, με τον τρόπο αυτό, στον διάλογο και τη διαφάνεια για το συγκεκριμένο θέμα .  

Για να εκφέρει κάποιος συνολική άποψη για το κάθε προτεινόμενο μοντέλο αξιολόγησης θα πρέπει να έχει το πλαίσιο στο σύνολό του. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση εκκρεμούν (θα αποτελέσουν, όπως έχει εξαγγελθεί, αντικείμενο επόμενων νομοθετικών πρωτοβουλιών της Κυβέρνησης) και δεν έχουν καθοριστεί βασικές παράμετροι του εγχειρήματος όπως, μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, οι δομές στήριξης του εκπαιδευτικού έργου, η επιλογή στελεχών, η επιμόρφωση και η συνεχής επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών.

Ως Δημοκρατική Ανεξάρτητη Κίνηση Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Α.Κ.Ε./Π.Ε.) σεβόμαστε, προασπίζουμε και ακολουθούμε τις ψηφισμένες από τις Γενικές Συνελεύσεις του Κλάδου (88η Γ.Σ. της Δ.Ο.Ε.) θέσεις του Συνδικαλιστικού κινήματος και στηρίζουμε την αξιολόγηση ΟΛΩΝ (από την κορυφή προς τη βάση της ιεραρχίας) των παραγόντων της εκπαιδευτικής διαδικασίας με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Το προϊόν της αξιολόγησης σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνδέεται με τη μισθολογική ή/και βαθμολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών. Για να λειτουργήσει πραγματικά ένα σύστημα αξιολόγησης θα πρέπει να δομηθεί μέσα από συνεργασίες και συνέργειες μέσα σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης.

Θα πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονα κι ένα σύστημα υποστήριξης των σχολικών μονάδων δομημένο στη βάση κάλυψης των αναγκών τους και παράλληλα ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο ανάπτυξης, ενίσχυσης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, πράγμα το οποίο απουσιάζει εδώ και χρόνια μετά την κατάργηση της μετεκπαίδευσης και της διακοπής της χορήγησης εκπαιδευτικών αδειών.

Με βάση τα παραπάνω και αναλύοντας τις θέσεις μας και τις επιφυλάξεις μας στα σημεία που αναφέραμε, στηρίζουμε την ομόφωνη απόφαση της Δ.Ο.Ε. για απεργία-αποχή, καλούμε την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να αποσύρει την υπουργική απόφαση με θέμα «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο» σε συνέχεια των ρυθμίσεων του Ν.4692/12-06-2020 «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» και να ξεκινήσει, άμεσα ουσιαστικό και ειλικρινή διάλογο με τη Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας, όπως άλλωστε είχε δεσμευτεί ότι θα πράξει, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα, επωφελές για την εκπαιδευτική διαδικασία, πλαίσιο το οποίο θα είναι κοινά αποδεκτό.

ΠΕΚ

Η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως το «άδειο πουκάμισο» του νεοσυντηρητισμού στην εκπαίδευση. Δικαίωμα που κλάδος πρέπει να διεκδικήσει και όχι υποχρέωση η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας.

Η σχετική ανακοίνωση . . .

Η Κυβέρνηση της Ν.Δ. σε συνθήκες πανδημίας και σε καθεστώς περιορισμού των ατομικών ελευθεριών και των συλλογικών αντιδράσεων, δεν διστάζει να προχωρήσει στην ψήφιση νόμων και στην εφαρμογή μέτρων που αποκαλύπτουν το σχέδιο της για την αποδόμηση της Παιδείας.
Την ώρα που το τρίτο κύμα της πανδημίας είναι προ των πυλών και απειλεί να χτυπήσει την κοινωνία μας με ένταση πρωτόγνωρη, το Υπουργείο διακηρύσσει σε όλους τους τόνους την απόφασή του να προχωρήσει στην εφαρμογή της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων.
Η επιλογή της Κυβέρνησης, προσθέτει μια ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών πολιτικών της. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες του σήμερα που προστίθενται σε αυτές της χρονιάς που πέρασε, θα οδηγήσουν μέσω της ατομικής και εξωτερικής αξιολόγησης στην κατηγοριοποίηση των σχολείων αλλά και στη σταδιακή μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων των σχολείων
στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Στον αποχαρακτηρισμό, εν τέλει, της παιδείας ως δημόσιο αγαθό. Πρωταρχικό μέλημα του Υπουργείου Παιδείας είναι να παρουσιάσει στην κοινωνία μία επίπλαστη εικόνα κανονικότητας από τη μία, και από την άλλη να ελέγξει τις όποιες αντιδράσεις, επιβάλλοντας σε μία ιδιαίτερα δύσκολη για όλους περίοδο,
την εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων και της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, την υποχρεωτική -κατά τη διάρκεια της τηλεκπαίδευσης- αξιολόγηση των μαθητών από τους εκπαιδευτικούς, την ελάχιστη βάση εισαγωγής κά.
Σε μία τέτοια πολιτική εντάσσεται και η απόφαση για την εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, η οποία εξυπηρετεί την προετοιμασία του εδάφους για την τιμωρητικού χαρακτήρα ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Ο μετασχηματισμός του εκπαιδευτικού τοπίου για μαθητές, μαθήτριες και εκπαιδευτικούς έχει ήδη ξεκινήσει με την πρόκριση της βίαιης μείωσης των θέσεων για τα ΑΕΙ καθώς το 34% των μαθητών μας θα βρεθούν εκτός πανεπιστημιακού
πεδίου.
Η αντίληψη ότι ο χαμηλός βαθμός δεν μπορεί να οδηγήσει στο Πανεπιστήμιο αλλά
με το κατάλληλο εισόδημα μπορεί να οδηγήσει στα κολλέγια και την απόκτηση
πτυχίου με τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα, είναι ενδεικτική της ταξικής
θεώρησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας η οποία πιστεύει πως τα ασθενέστερα στρώματα δεν έχουν θέση στην ανώτερη εκπαίδευση.
Οι θέσεις μας
Υποστηρίζουμε ότι η επίκληση από μέρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας της αναγκαιότητας μεταρρυθμίσεων, είναι ένα «άδειο πουκάμισο», μια υποκριτική αντιμετώπιση της σχολικής ζωής, με στόχο την διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού τοπίου με κύρια χαρακτηριστικά τον εξοβελισμό των μαθητών των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων και την επιβολή εργασιακών σχέσεων με όρους εξαιρετικά δυσμενείς και ελαστικούς για τον κόσμο της εκπαίδευσης αλλά και για την ποιότητα
του εκπαιδευτικού έργου.
Η θέση της παράταξής μας σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες αυτοαξιολόγησης υπήρξε πάντα καθαρή, τεκμηριωμένη και σαφής.
Είναι ξεκάθαρο πως η όποια προσπάθεια οφείλει να στοχεύει στην αναμόρφωση της σχολικής ζωής, στον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, στη μορφωτική – παιδαγωγική ενίσχυση της εκπαιδευτικής πράξης, στη διαρκή επιστημονική ανανέωση του γνωστικού περιεχομένου, στην προώθηση των στόχων του κλάδου μας.
Θεωρούσαμε και συνεχίζουμε να θεωρούμε την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας όχι υποχρέωση αλλά δικαίωμα που ο κλάδος πρέπει να διεκδικήσει παίρνοντας στα χέρια του την πρωτοβουλία των κινήσεων και αναδεικνύοντας τις δημιουργικές του δυνάμεις, με καταλυτικό τον ρόλο και την επίδραση του συλλόγου διδασκόντων ως το όχημα που θα υλοποιήσει αυτήν την πολιτική.
Το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να διαμορφώσει σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Οφείλουμε να καταθέσουμε προτάσεις με δημοκρατικό πρόσημο και δημιουργικά καινοτόμο περιεχόμενο. Αυτή είναι μία ευκαιρία να δημιουργήσουμε τα πρώτα ρήγματα στην εικόνα απαξίωσης του συνδικαλιστικού κινήματος.
Είμαστε η μόνη παράταξη που είναι έτοιμη να παρουσιάσει μία ολοκληρωμένη, τεκμηριωμένη πρόταση για την αυτοαξιολόγηση, όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε, ως μία υπόθεση δηλαδή της ίδιας της εκπαιδευτικής κοινότητας.

ΣΥΝΕΚ Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Προγραμματισμός και αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, μόνο εφόσον έχουν την έννοια της συλλογικής, συνεργατικής, ανατροφοδοτικής και αποκλειστικά εσωτερικής διαδικασίας με κυρίαρχο όργανο τον σύλλογο διδασκόντων. Απεργία-αποχή από τις διαδικασίες αξιολόγησης-χειραγώγησης των σχολικών μονάδων

Η σχετική ανακοίνωση . . .

Στα συσσωρευμένα προβλήματα της εκπαίδευσης, που κορυφώθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, έρχονται να προστεθούν και μια σειρά νέων προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από την πανδημία (παρατεταμένος εγκλεισμός μαθητών και εκπαιδευτικών, τηλεκπαίδευση κλπ). Η κυβέρνηση αρνούμενη να εξετάσει και να χαρτογραφήσει τις παιδαγωγικές, ψυχοκοινωνικές διαστάσεις του αποτυπώματος που αφήνει η πανδημία σε μαθητές και εκπαιδευτικούς, αρνούμενη να διερευνήσει τις διαστάσεις των εκπαιδευτικών ανισοτήτων (νέων και παλαιών που οξύνονται) και να προχωρήσει εγκαίρως σε μέτρα πρόληψης της σχολικής αποτυχίας και σχολικής διαρροής, ακολουθεί συνειδητά την τακτική της ανεύρεσης ενόχων ανάμεσα σε μαθητές και εκπαιδευτικούς. Έτσι, αφού προχώρησε στην αυστηροποίηση των όρων προαγωγής και απόλυσης των μαθητών, στην επαναφορά της τράπεζας των θεμάτων,  στη μείωση του αριθμού των εισακτέων, ολοκληρώνει τώρα και τη θεσμοθέτηση της αξιολόγησης σχολικής μονάδας.

 Με την ψήφιση του ν.4692/2020 θεσμοθετήθηκε η εσωτερική & εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων από την τρέχουσα σχολική χρονιά και  καταργήθηκε  όλο το θεσμικό πλαίσιο που  προέβλεπε   την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας με το οποίο είχε συμφωνήσει η ΟΛΜΕ με βάση τις θέσεις του κλάδου. Επίσης, θεσμοθετήθηκε  η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικώνστα Πειραματικά και Πρότυπα Σχολεία ενώ αναμένεται νομοσχέδιο, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του ΥΠΑΙΘ, που θα αφορά στην ατομική αξιολόγηση όλων των εκπαιδευτικών από το Σεπτέμβριο του 2021. Η εφαρμογή της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης της σχολικής μονάδας καθυστέρησε λόγω της εξέλιξης της πανδημίας και υλοποιείται πλέον τώρα με το ΦΕΚ 140/τ.Β΄/20-1-2021 με θέμα: «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο».

Το νέο θεσμικό πλαίσιο απέχει πολύ από τις θέσεις και τις προτάσεις  μας υπέρ του προγραμματισμού και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, μόνο εφόσον  έχουν την έννοια της συλλογικής, συνεργατικής, ανατροφοδοτικής και αποκλειστικά εσωτερικής διαδικασίας με κυρίαρχο όργανο τον σύλλογο διδασκόντων, τόσο στην επιλογή των ποιοτικών  αξόνων, όσο και κυρίως στο πώς θα αξιοποιήσει και πού θα αποστέλλει τα πορίσματα, χωρίς γραφειοκρατικό εκφυλισμό αυτών των διαδικασιών με αποτύπωση σε φόρμες, ποσοτικούς δείκτες και δημοσιοποίηση των εκθέσεων και χωρίς εξωτερική αξιολόγηση, που οδηγούν στη σύγκριση και την κατηγοριοποίηση των σχολείων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου είναι η ουσιαστική επιμόρφωση, σύμφωνα με τις θέσεις της ΟΛΜΕ (εισαγωγική, περιοδική και ετήσια), για όλους τους εκπαιδευτικούς με ευθύνη του ΥΠΑΙΘ. Απαιτούνται μέτρα παιδαγωγικής και διδακτικής στήριξης του εκπαιδευτικού και του έργου του, σε συνθήκες εργασιακής ασφάλειας, παιδαγωγικής ελευθερίας και συλλογικότητας σε ένα δημοκρατικό σχολείο.

Ωστόσο, στο νέο θεσμικό πλαίσιο, όπως διαμορφώνεται από το ν.4692/20 και την Υ.Α. 6603/ΓΔ4 (ΦΕΚ 140/τ.Β΄/20-1-2021) προβλέπονται τα εξής:

  • Εσωτερική αξιολόγηση που πραγματοποιείται από ειδικές συνεδριάσεις του συλλόγου, αποτιμάται «τεκμηριωμένα» με τετράβαθμη κλίμακα (1-4), συμπληρώνεται/καταχωρίζεται σε ειδική πλατφόρμα του ΙΕΠ και αναρτάται στην ιστοσελίδα του σχολείου, με προφανή στόχο την κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων
  • Εξωτερική αξιολόγηση από τον Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου για την κάθε σχολική μονάδα που καταχωρίζεται επίσης στην ειδική πλατφόρμα του ΙΕΠ με «τεκμηριωμένη» αποτίμηση της σχολικής μονάδας στους επιμέρους άξονες σε δεκάβαθμη κλίμακα.
  • Οι εκθέσεις αξιολόγησης περιλαμβάνουν και την αντίστοιχη τεκμηρίωση που πρέπει να δικαιολογεί τον κάθε δείκτη, ανοίγοντας το δρόμο για την «ενοχοποίηση» των σχολείων με βάση ακόμα και τις βαθμολογικές επιδόσεις των μαθητών, παραβλέποντας κάθε κοινωνικοοικονομικό παράγοντα που επηρεάζει τις μαθητικές επιδόσεις.
  • Εξωτερική αξιολόγηση από τα ΠΕΚΕΣ σε περιφερειακό και από την ΑΔΙΠΠΔΕ σε εθνικό επίπεδο και καταχώρισή τους στις πλατφόρμες του ΙΕΠ
  • Οι άξονες επί των οποίων θα γίνεται η αξιολόγηση εκτός από τα ωραιοποιημένα λόγια περί βελτίωσης διάφορων πτυχών της παιδαγωγικής και διοικητικής λειτουργίας των σχολείων δεν περιλαμβάνει κανέναν δείκτη που να αποτιμά τις αντικειμενικές δυσκολίες που προκύπτουν με αποκλειστική ευθύνη του ΥΠΑΙΘ: καθυστέρηση κάλυψης κενών εκπαιδευτικών, υποστελέχωση, έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, μειωμένη χρηματοδότηση, αναχρονιστικά εγχειρίδια, προβλήματα στα αναλυτικά προγράμματα κλπ.
  • Αξιολόγηση και για την ανάληψη «επιμορφωτικών πρωτοβουλιών του σχολείου» εναποθέτοντας την ευθύνη της επιμόρφωσης στην ίδια τη σχολική μονάδα και τον εκπαιδευτικό, και απαλλάσσοντας από αυτήν το ΥΠΑΙΘ.
  • Οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται υποχρεωτικά στην ειδική πλατφόρμα του ΙΕΠ και κανένας άξονας δεν θεωρείται προαιρετικός.
  • Τακτικές συνεδριάσεις των συλλόγων για την υλοποίηση του προγραμματισμού «με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο», γεγονός που ανοίγει τον δρόμο για παραβίαση του ωραρίου με ενδεχόμενες συνεδριάσεις εκτός ωραρίου.

Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και οι αξιολογητικές αρμοδιότητες που αποδόθηκαν στο ΙΕΠ με τον πρόσφατο νόμο για την ΕΕΚ και η θεσμική αναβάθμιση της ΑΔΙΠΠΔΕ, από την οποία είχαν αφαιρεθεί όλες οι αρμοδιότητες αξιολόγησης τα προηγούμενα χρόνια. Η ΑΔΙΠΠΔΕ επανέρχεται ως αξιολογητής με την σαφή οδηγία να «εστιάζει κυρίως στις εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης των ΠΕΚΕΣ»…

Το πλαίσιο αυτό θα οδηγήσει αδιαμφισβήτητα στην κατηγοριοποίηση των σχολείων,  τα οποία θα επωμιστούν τις ευθύνες που αναλογούν στο Υπουργείο και την πολιτεία για την ομαλή λειτουργία και παιδαγωγική τους αποτελεσματικότητα. Η εικόνα θα συμπληρωθεί όταν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα της κυβέρνησης α) για την ατομική αξιολόγηση, τους βασικούς άξονες της οποίας τους είδαμε ήδη από την εφαρμογή στους εκπαιδευτικούς των πρότυπων-πειραματικών, β) για την«αυτονομία» και συνακόλουθη εξάρτηση των σχολείων από ιδιωτικά κεφάλαια (χορηγοί με προοπτική να επεμβαίνουν ακόμα και στο πρόγραμμα σπουδών), και γ) για τα vouchers (κουπόνια) στους γονείς για «ελεύθερη» επιλογή σχολείου. Μην ξεχνάμε ότι αναμένουμε και την επαναφορά των σχολικών συμβούλων, με στόχο την επιστροφή στις αλήστου μνήμες εποχές του επιθεωρητισμού και φυσικά τον πρόεδρο του ΙΕΠ κ. Αντωνίου που μας μίλησε για τηναξιοποίηση της εμπειρίας του ΠΔ152/2013 βελτιώνοντας τα αξιολογικά εργαλεία και ενισχύοντας τα εχέγγυα της αξιοκρατίας.

Η φερόμενη ως «αξιολόγηση» που σαν πανάκεια θα βελτιώσει την απόδοση του σχολείου στη λογική όρων οικονομίας και  με στείρα εξέταση δεικτών και αριθμών, που ποσοτικοποιεί το παιδαγωγικό έργο δεν μπορεί να λύσει προβλήματα και παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος. Αντιθέτως, εθελοτυφλεί απέναντι στα πραγματικά προβλήματα και ψάχνει να βρει ενόχους ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές.

Πέραν της γενικότερης αντίθεσής μας στο συγκεκριμένο πλαίσιο εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, πρέπει να υπογραμμίσουμε και την υποκριτική στάση του υπουργείου σε μια σειρά από ζητήματα, που αφορούν στους θεματικούς άξονες.

  • Άφησε τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές να τα βγάλουν πέρα εντελώς μόνοι με τα προβλήματα της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης (προβληματικό δίκτυο, απουσία επιμόρφωσης, απουσία υγειονομικών μέτρων, μη παροχή εξοπλισμού κλπ.), καλεί τώρα τις σχολικές μονάδες να αξιολογήσουν το έργο τους.
  • Εγκατέλειψε τα παιδιά πρόσφυγες στη μοίρα τους και ζητά τώρα να αξιολογηθούν τα σχολεία για την υποστήριξή τους.
  • Εξοβέλισε από τα ωρολόγια προγράμματα, τα μαθήματα κοινωνικών επιστημών, τα καλλιτεχνικά μαθήματα και την οικιακή οικονομία και ζητάει τώρα να αξιολογηθούμε για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και των ήπιων δεξιοτήτων.
  • Άφησε τα σχολεία υποστελεχωμένα, με χιλιάδες κενά, και ζητά τώρα να αξιολογηθούν τα σχολεία ως προς την αποτελεσματική αξιοποίηση του εκπαιδευτικού προσωπικού.
  • Πιέζει τους εκπαιδευτικούς να βαθμολογήσουν κανονικά τους μαθητές εν μέσω πανδημίας και τώρα θέλει να τους αξιολογήσει για το αν εφάρμοσαν εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης!

Η δε εφαρμογή της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης στις πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες που βιώνουν εκπαιδευτικοί και μαθητές και μάλιστα στη μέση της σχολικής χρονιάς, χωρίς προγραμματισμό, αποδεικνύει περίτρανα το πόσο υποκριτικό είναι το ενδιαφέρον του ΥΠΑΙΘ για την αποτίμηση και βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου αλλά και πόσο η αξιολόγηση-χειραγώγηση αποτελεί απλά μία ιδεοληπτική εμμονή της ΝΔ. Υπογραμμίζουμε για άλλη μια φορά την απουσία προτεραιοποίησης των στόχων από μέρους της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ, την άρνηση χαρτογράφησης και ιεράρχησης των πραγματικών αναγκών των σχολείων, και την εμμονική υλοποίηση του προγράμματός του την πλέον ακατάλληλη στιγμή.

Το εκπαιδευτικό κίνημα έδωσε μάχες για την κατάργηση της τιμωρητικής ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολείων  και πέτυχε την ακύρωση του ΠΔ152/2013 για την ατομική αξιολόγηση αλλά  και του πλαισίου εξωτερικής αξιολόγησης των σχολείων που έθεταν οι νόμοι 3848/10, 3879/10, 4024/2011, 4072/12, 4142/13 μετά το 2015. Οι νικηφόροι αυτοί αγώνες αποτελούν παρακαταθήκη, που δείχνει το δρόμο για την αντιμετώπιση της νέας προσπάθειας από την κυβέρνηση της ΝΔ να εφαρμόσει μία αξιολόγηση-χειραγώγηση, που μόνο στόχο έχει την ενοχοποίηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων για όλα τα προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης, για τα οποία καμία προσπάθεια επίλυσης δεν έχει γίνει από την ίδια.

Δείχνει να αγνοεί η κυβέρνηση ότι η ποιοτική αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου και του εκπαιδευτικού έργου είναι δική της ευθύνη και δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αύξηση των δαπανών για την Παιδεία, μαζικούς μόνιμους διορισμούς σε όλα τα πάγια κενά, πλήρη στελέχωση όλων των δομών εκπαίδευσης, βελτίωση των όρων και των συνθηκών άσκησης του παιδαγωγικού έργου, συστηματική και ουσιαστική επιμόρφωση, εκσυγχρονισμό προγραμμάτων σπουδών, σχολικών βιβλίων και διδακτικών μεθόδων, αντισταθμιστικά μέτρα στήριξης των μαθητών,  στελέχωση των σχολείων με το απαραίτητο διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό.

Δείχνει να αγνοεί η κυβέρνηση τη διεθνή εμπειρία και τα πορίσματα διεθνών μελετών όσον αφορά στα αποτελέσματα αντίστοιχων συστημάτων αξιολόγησης των σχολείων που εφαρμόστηκαν στο εξωτερικό, σύμφωνα με τα οποία όχι μόνο δε βελτιώθηκε η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης αλλά επήλθαν σοβαρές συνέπειες σε όλους τους εκπαιδευτικούς δείκτες, με κατηγοριοποίηση και υποβάθμιση των σχολείων, που οδηγήθηκαν σε συγχωνεύσεις και καταργήσεις, με περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας και με σαφή χειροτέρευση του εκπαιδευτικού συστήματος.

Συμμετέχουμε μαζικά στην απεργία – αποχή της ΟΛΜΕ από τις διαδικασίες αξιολόγησης / αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων που προβλέπονται από τον νόμο 4692/2020 (ΦΕΚ 12 Ιουνίου 2020) και συγκεκριμένα τα άρθρα 33, 34, 35, 36 καθώς και την Υ.Α. 6603/ΓΔ4 (ΦΕΚ 140 20/01/2021).

Καλούμε τις ΕΛΜΕ να ενημερώσουν τους Συλλόγους Διδασκόντων και να οργανώσουν με όλα τα μέσα την υλοποίηση της απόφασης για την απεργία – αποχή.

Καλούμε τους Συλλόγους Διδασκόντων να πάρουν αποφάσεις συμμετοχής τους στην απεργία – αποχή της ΟΛΜΕ και να μην συμμετάσχουν σε καμία διαδικασία που προβλέπεται στην σχετική Υ.Α.

Καλούμε τα στελέχη εκπαίδευσης (Διευθυντές/τριες σχολείων, Συντονιστές/τριες Εκπαιδευτικού Έργου κ.τ.λ.) να συνταχθούν με την απόφαση της ΟΛΜΕ και να συμμετάσχουν στην απεργία – αποχή.

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *